τυραννίς

τυραννίς
τῠραννίς
1 tyranny

ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.53


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυραννίς — monarchy fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. τυραννίδα …   Dictionary of Greek

  • τυραννίς (-ίδα) — Μορφή διακυβέρνησης, στην οποία η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, που κατακτά τα ανώτατα αξιώματα, ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Ο Πλάτων έβλεπε την τ. ως το σοβαρότερο κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η πολιτεία και ο… …   Dictionary of Greek

  • τυραννί — τυραννίς monarchy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδα — τυραννίς monarchy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδας — τυραννίς monarchy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδες — τυραννίς monarchy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδι — τυραννίς monarchy fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδος — τυραννίς monarchy fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδων — τυραννίς monarchy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίσι — τυραννίς monarchy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”